- ἐξορκισμοῦ
- ἐξορκισμόςadministration of an oathmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Агапа — У этого термина существуют и другие значения, см. Агапа (значения). Агапа. Фреска из катакомб св. Присциллы Агапа, в I V веках н. э. вечернее собрание христиан для молитвы и вкушения пи … Википедия
θάνατος — Αρχαιοελληνική θεότητα, προσωποποίηση του θανάτου. Σύμφωνα με τον Ησίοδο ήταν γιος του Ερέβους και της Νύχτας και αδελφός του Ύπνου. Ο ίδιος αναφέρει ότι ο Θ. κατοικούσε στον Τάρταρο, είχε σιδερένια καρδιά και ήταν ανελέητος και σκληρός με τους… … Dictionary of Greek
λαός — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα B με την Κίνα και το Βιετνάμ, στα Α με το Βιετνάμ, στα Ν με την Καμπότζη, στα Δ με τη Ταϊλάνδη και στα ΒΔ με τη Μυανμάρ.Tο Λ. είναι το μοναδικό κράτος της χερσονήσου της Ινδοκίνας που δεν βρέχεται… … Dictionary of Greek
νομάτισμα — το 1. η διάκριση ή η κλήση κάποιου με το όνομά του, κατονομασία 2. (λαογρ.) είδος εξορκισμού κατά τον οποίο αναφέρεται το όνομα τού αρρώστου μαζί με το όνομα τού Χριστού, τής Παναγίας ή αγίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ονομάτισμα με σίγηση τού αρκτικού ο ] … Dictionary of Greek
πρόληψη — Mε αυτόν τον όρο χαρακτηρίζεται κάθε πράξη ή πίστη με μαγικό ή θρησκευτικό χαρακτήρα, που βρίσκεται έξω ή σε αντίθεση με την επίσημη θρησκεία μιας κοινωνικής ομάδας. Η έννοια της π. είναι σχετική –εφόσον έχει ως όρο αναφοράς την κάθε φορά επίσημη … Dictionary of Greek
Αφρική — Μία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται στο ανατολικό ημισφαίριο, στα νότια της Ευρώπης και στα δυτικά της Ασίας. Μολονότι αποτελεί μέρος, μαζί με την Ευρώπη και την Ασία, της Αρχαίας Ηπείρου, η απέραντη αυτή ήπειρος διαφέρει ουσιαστικά από αυτές,… … Dictionary of Greek
νομάτισμα — το, ατος 1. η πράξη του νοματίζω. 2. (λαογρ.), είδος εξορκισμού όπου αναφέρεται το όνομα του αρρώστου με το όνομα του Χριστού, της Παναγίας ή άγιου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
АГАПА — [греч. ἀγάπη любовь], в христ. общинах I V вв. особая совместная трапеза «вечеря любви», имевшая благотворительные цели и первоначально включавшая совершение Евхаристии. Название «А.» по отношению к трапезе впервые встречается в Послании ап. Иуды … Православная энциклопедия